·

irons (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
iron (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “irons”

irons, μόνο πληθυντικός
  1. σιδερένιες αλυσίδες
    The prisoner clanked across the room, the heavy irons around his wrists and ankles slowing his every move.