·

gardens (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “gardens”

gardens, μόνο πληθυντικός
  1. κήποι (δημόσιο πάρκο ή μεγάλη περιοχή με φυτά και μονοπάτια)
    We took a stroll through the botanical gardens on Sunday afternoon.