ουσιαστικό “metal”
ενικός metal, πληθυντικός metals ή μη μετρήσιμο
- μέταλλο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Copper is a metal that is used in wires because it conducts electricity well.
- μέταλ (στη μουσική)
She loves listening to metal because of its intense energy and powerful guitar solos.
επίθετο “metal”
βασική μορφή metal, μη βαθμ.
- μεταλλικός
The metal spoon felt cold against her lips.
- μέταλ (στη μουσική, ως επίθετο)
The band's metal sound, complete with thunderous drums and screeching guitars, filled the arena with energy.