επίθετο “basic”
βασική μορφή basic (more/most)
- βασικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Water is a basic need for all living organisms.
- απλός
My understanding of French is very basic.
- κοινότοπος
He only wears plain t-shirts and drinks coffee from chain cafés; he's so basic.
- βασικός (στη χημεία)
Sodium hydroxide is a basic substance used in laboratory experiments.
- βασικός (χωρίς επιπλέον χαρακτηριστικά)
My basic salary doesn't cover all my needs.