·

shoulders (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
shoulder (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “shoulders”

shoulders, μόνο πληθυντικός
  1. (μεταφορικά) ικανότητα να αναλάβει ένα καθήκον ή να αποδεχτεί την ευθύνη
    The success of the project rested on her shoulders.