·

clothing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
clothe (ρήμα)

ουσιαστικό “clothing”

ενικός clothing, πληθυντικός clothings ή μη μετρήσιμο
  1. ρούχα
    She donated all her old clothing to the shelter.
  2. ντύσιμο
    The morning routine included the clothing of the children, preparing them for school.