·

clothe (EN)
ρήμα

ρήμα “clothe”

απαρέμφατο clothe; αυτός clothes; αόριστος clothed, clad; μετοχή αορ. clothed, clad; μετοχή ενεστ. clothing
  1. ντύνω
    The businessman was clothed in a suit.
  2. παρέχω ρούχα (σε κάποιον)
    Every winter, the charity aims to clothe the homeless.