ρήμα “clothe”
απαρέμφατο clothe; αυτός clothes; αόριστος clothed, clad; μετοχή αορ. clothed, clad; μετοχή ενεστ. clothing
- ντύνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The businessman was clothed in a suit.
- παρέχω ρούχα (σε κάποιον)
Every winter, the charity aims to clothe the homeless.