ουσιαστικό “keyboard”
ενικός keyboard, πληθυντικός keyboards
- πληκτρολόγιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She spilled coffee on her keyboard, and now some of the keys stick.
- πληκτρολόγιο (μουσικό όργανο)
When he tried to press the middle C key on the keyboard of the piano, he found out it wasn't working.
- ηλεκτρονικό πληκτροφόρο όργανο
She played a beautiful melody on her new keyboard.