·

standings (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
standing (ουσιαστικό)

ουσιαστικό “standings”

standings, μόνο πληθυντικός
  1. κατάταξη (μια λίστα που δείχνει τις θέσεις ή τις βαθμολογίες των ανταγωνιστών σε έναν διαγωνισμό ή πρωτάθλημα)
    Despite their recent defeat, they are still first in the standings.