·

chair (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “chair”

ενικός chair, πληθυντικός chairs
  1. καρέκλα
    She pulled out a chair and sat down at the table to have breakfast.
  2. πρόεδρος
    The chair called the meeting to order and welcomed everyone.
  3. έδρα
    He was offered the chair of physics at the prestigious university.
  4. καρέκλα (στη μουσική, η θέση ενός μουσικού σε μια ορχήστρα, ειδικά υποδεικνύοντας την κατάταξή του)
    She earned the first chair in the violin section.
  5. η έδρα ή το αξίωμα ενός ατόμου σε θέση εξουσίας, όπως ενός δικαστή ή επισκόπου
    He finally ascended to the chair after years of service.
  6. ηλεκτρική καρέκλα (για εκτελέσεις)
    In the past, criminals were sometimes sentenced to die in the chair.

ρήμα “chair”

απαρέμφατο chair; αυτός chairs; αόριστος chaired; μετοχή αορ. chaired; μετοχή ενεστ. chairing
  1. προεδρεύω
    She was asked to chair the committee on environmental policy.