ουσιαστικό “brick”
ενικός brick, πληθυντικός bricks ή μη μετρήσιμο
- τούβλο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The builders used thousands of bricks to construct the new library.
- τουβλάκι (παιχνίδι)
The boy likes to play with Lego bricks.
- κεραμιδί
She chose a brick dress for the evening.
- τούβλο (άχρηστη συσκευή)
After the failed update, my laptop turned into a brick.
- τούβλο (άστοχο σουτ)
He threw up a brick from half-court as the clock ran out.
- τούβλο (βαρύ τροφοδοτικό)
Don't forget to pack the brick for your laptop when you travel.
- τούβλο (άχρηστη κάρτα)
The last card was a brick, so I didn't improve my pair.
- τούβλο (ναρκωτικά)
The police found two bricks of cocaine hidden in the car.
- τούβλο (πακέτο φυσιγγίων)
I bought a brick of .22 ammo for our target practice.
- τούβλο (αξιόπιστο άτομο)
She's always been a brick in times of need.
ρήμα “brick”
απαρέμφατο brick; αυτός bricks; αόριστος bricked; μετοχή αορ. bricked; μετοχή ενεστ. bricking
- τούβλο (καθιστώ άχρηστη συσκευή)
She accidentally bricked her tablet while trying to update it.
- χτυπώ με τούβλο
Someone bricked the glass door during the protest.