·

aged (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
age (ρήμα)

επίθετο “aged”

βασική μορφή aged (more/most)
  1. γηρασμένος
    The aged man walked slowly, leaning on his cane for support.
  2. ηλικίας (π.χ. ηλικίας 5 ετών)
    Aged 65, she decided to retire and travel the world.
  3. παλαιωμένος (στο πλαίσιο της βελτίωσης γεύσης με τον χρόνο, όπως το κρασί)
    The aged wine had a much richer flavor than when it was first bottled.