·

woven (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
weave (ρήμα)

επίθετο “woven”

βασική μορφή woven, μη βαθμ.
  1. υφασμένος
    The woven tablecloth, with its intricate patterns, added a touch of elegance to our dining room.
  2. αλληλένδετος (με την έννοια του συνδυασμού ή ανάμειξης στοιχείων)
    Their hands were woven together, fingers entwined, as they walked along the beach.