Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
ουσιαστικό “wound”
ενικός wound, πληθυντικός wounds
- πληγή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After falling off his bike, the young boy had a deep wound on his knee.
- πληγή (συναισθηματική)
The wound of her friend's betrayal ran deep, and she struggled to trust anyone again.
ρήμα “wound”
απαρέμφατο wound; αυτός wounds; αόριστος wounded; μετοχή αορ. wounded; μετοχή ενεστ. wounding
- τραυματίζω
The broken glass fell to the floor and wounded her foot as she stepped on it.
- πληγώνω
Her thoughtless comment wounded him more deeply than she realized.