ουσιαστικό “columnist”
ενικός columnist, πληθυντικός columnists
- αρθρογράφος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The fashion columnist shared her latest finds in this week's magazine issue.