·

frightful (EN)
επίθετο

επίθετο “frightful”

βασική μορφή frightful (more/most)
  1. τρομακτικός
    The storm last night was frightful.
  2. απαίσιος (πολύ κακός)
    The show on TV was absolutely frightful.
  3. φοβισμένος (εύκολα ή συχνά)
    The frightful kitten hid under the bed during the thunderstorm.