επίθετο “frightful”
βασική μορφή frightful (more/most)
- τρομακτικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The storm last night was frightful.
- απαίσιος (πολύ κακός)
The show on TV was absolutely frightful.
- φοβισμένος (εύκολα ή συχνά)
The frightful kitten hid under the bed during the thunderstorm.