·

tube (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “tube”

ενικός tube, πληθυντικός tubes
  1. σωλήνας
    They used tubes to deliver air to the underwater divers.
  2. σωληνάριο
    She bought a tube of sunscreen for their beach trip.
  3. το σύστημα υπόγειου σιδηρόδρομου του Λονδίνου
    He takes the Tube to get around London.
  4. τηλεόραση
    They spent the night watching the game on the tube.

ρήμα “tube”

απαρέμφατο tube; αυτός tubes; αόριστος tubed; μετοχή αορ. tubed; μετοχή ενεστ. tubing
  1. σωληνώνω (βάζω σε σωλήνα)
    The factory tubes the products before shipment.
  2. κάνω σωληνοδρομία, ειδικά στο νερό ή στο χιόνι
    They went tubing down the river all afternoon.
  3. (στην ιατρική) η εισαγωγή ενός σωλήνα στο σώμα κάποιου για να βοηθήσει στην αναπνοή ή για άλλους ιατρικούς σκοπούς
    The doctor tubed the patient during the surgery.