menu
Σύνδεση
·
Εγγραφείτε
Γλώσσα
English
|
español
français
|
Deutsch
русский
|
中文
português
|
العربية
italiano
|
日本語
Türkçe
|
B. Indonesia
Nederlands
|
polski
svenska
|
한국어
हिन्दी
|
українська
čeština
|
română
...περισσότερα
Afrikaans
|
azərb.
B. Melayu
|
বাংলা
भोजपुरी
|
bosanski
български
|
català
Cebuano
|
dansk
eesti
|
Ελληνικά
Esperanto
|
فارسی
ગુજરાતી
|
հայերեն
hrvatski
|
íslenska
עברית
|
Jawa
ಕನ್ನಡ
|
ქართული
Kiswahili
|
кыргызча
latviešu
|
lietuvių
Lëtzebuerg.
|
magyar
македон.
|
മലയാളം
मराठी
|
မြန်မာဘာသာ
नेपाली
|
norsk
ଓଡ଼ିଆ
|
oʻzbekcha
ਪੰਜਾਬੀ
|
қазақша
shqip
|
සිංහල
slovenčina
|
slovenšč.
српски
|
suomi
Tagalog
|
தமிழ்
తెలుగు
|
ไทย
Tiếng Việt
|
тоҷикӣ
Türkmençe
|
اردو
Αρχική σελίδα
Δωροεπιταγές
Μαθήματα
Άρθρα
Χάρτες
Όλα τα κείμενα
Λεξικό
Φόρουμ
Βιβλιοθήκη PDF
Σύνδεση
Εγγραφείτε
Οδηγός
Εφαρμογή
Λεξιλόγιο
Άρθρα
Λεξικό
Φόρουμ
Επικοινωνία
Σχετικά με εμένα
line of credit
(EN)
φράση
φράση “line of credit”
πιστωτική γραμμή
(μια συμφωνία με μια τράπεζα που επιτρέπει σε κάποιον να δανειστεί χρήματα μέχρι ένα ορισμένο όριο όταν τα χρειάζεται)
Εγγραφείτε
για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
To start his new restaurant, Mark secured a
line
of
credit
, enabling him to access funds when necessary.
πιστωτικό όριο
(το μέγιστο ποσό που μπορεί κάποιος να δανειστεί βάσει μιας τέτοιας συμφωνίας)
After reviewing her excellent credit history, the bank offered Sarah a
line
of
credit
of up to $100,000.
9
needle
4
scheme
14
blue
4
scooter