·

tilework (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “tilework”

ενικός tilework, μη μετρήσιμο
  1. πλακοστρώσεις (διακόσμηση επιφανειών με πλακάκια)
    The ancient temple's walls were adorned with intricate tilework.