ουσιαστικό “tape”
ενικός tape, πληθυντικός tapes ή μη μετρήσιμο
- ταινία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She used tape to wrap the present securely.
- κασέτα
He found an old tape of his favorite band's live concert.
- κασέτα (ηχογράφηση ή βιντεοσκόπηση)
The security tapes showed the thief entering through the back door.
- μεζούρα
The builder took out his tape to check the width of the wall.
- κορδέλα
She broke the tape to win the 100-meter sprint.
- γραφειοκρατία
The new policy aims to reduce the amount of tape businesses have to deal with.
ρήμα “tape”
απαρέμφατο tape; αυτός tapes; αόριστος taped; μετοχή αορ. taped; μετοχή ενεστ. taping
- ηχογραφώ
She taped the concert so she could watch it again later.
- κολλάω με ταινία
He taped the broken pieces of the map together.
- δένω με αθλητική ταινία
The doctor taped his ankle to relieve pain.
- κολλάω με κολλητική ταινία
He taped the poster on the wall.
- καλύπτω με ταινία
Hockey sticks need to be taped regularly.