ουσιαστικό “leaf”
ενικός leaf, πληθυντικός leaves ή μη μετρήσιμο
- φύλλο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She picked up a fallen leaf and admired its bright red color.
- φύλλο (σε βιβλίο ή περιοδικό)
The book was missing a leaf, so two pages were completely gone.
- φύλλο (λεπτό φύλλο υλικού)
The artist carefully applied silver leaf to the surface of the sculpture.
- προέκταση τραπεζιού
We added the leaf to the dining table so everyone could sit comfortably for dinner.
- φύλλο (κινούμενο μέρος δομής)
The old library had a large double-leaf door that creaked when opened.
- φύλλο (σε δίκτυο ή σύστημα)
In the binary tree, the nodes with no children are called leaves.
- λίπος (γύρω από τα νεφρά χοίρου)
The butcher carefully removed the leaf from the pig to use in making lard.
- αργκό για την κάνναβη
He got in trouble for having some leaf in his backpack.
ρήμα “leaf”
απαρέμφατο leaf; αυτός leafs; αόριστος leafed; μετοχή αορ. leafed; μετοχή ενεστ. leafing
- βγάζω φύλλα
In spring, the trees begin to leaf and the park turns green.
- ξεφυλλίζω
She carefully leafed the cabbage for the salad.