·

swap (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “swap”

απαρέμφατο swap; αυτός swaps; αόριστος swapped; μετοχή αορ. swapped; μετοχή ενεστ. swapping
  1. ανταλλάσσω
    At recess, the children swapped toys to play with something new.

ουσιαστικό “swap”

ενικός swap, πληθυντικός swaps ή μη μετρήσιμο
  1. ανταλλαγή
    They decided on a swap: her bicycle for his guitar.
  2. χρηματοοικονομική συμφωνία όπου δύο μέρη ανταλλάσσουν ροές πληρωμών με την πάροδο του χρόνου
    The company entered into an interest rate swap to manage its debt costs.
  3. (πληροφορική) χώρος στο δίσκο που χρησιμοποιείται ως εικονική μνήμη όταν η RAM είναι ανεπαρκής
    The system relies on swap to keep programs running when memory is low.