·

surrounds (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
surround (ρήμα, ουσιαστικό)

ουσιαστικό “surrounds”

surrounds, μόνο πληθυντικός
  1. περιβάλλοντα περιοχές
    The cottage had a quaint charm, enhanced by the peaceful lake and green surrounds.