επίθετο “reputational”
βασική μορφή reputational (more/most)
- φημιστικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company took steps to repair the reputational damage caused by the scandal.