·

surprised (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
surprise (ρήμα)

επίθετο “surprised”

βασική μορφή surprised (more/most)
  1. έκπληκτος (masculine), έκπληκτη (feminine), έκπληκτο (neuter)
    When the magician pulled a rabbit out of his hat, the children's surprised faces lit up the room.