·

staff (EN)
ουσιαστικό, ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “staff”

ενικός staff, πληθυντικός staffs, staves
  1. ραβδί
    The wizard carried a sturdy staff.
  2. πεντάγραμμο
    The composer wrote the melody on the staff.
  3. ιστός (ένα κοντάρι που στηρίζει μια σημαία)
    The national flag was hoisted high on the staff during the ceremony.

ουσιαστικό “staff”

ενικός staff, πληθυντικός staffs ή μη μετρήσιμο
  1. προσωπικό (όλοι οι εργαζόμενοι ενός οργανισμού που θεωρούνται ως ομάδα)
    The school staff is preparing for the new academic year.
  2. επιτελείο (μια ομάδα αξιωματικών που βοηθά έναν διοικητή στο στρατό)
    The general met with his staff to discuss the strategy.

ρήμα “staff”

απαρέμφατο staff; αυτός staffs; αόριστος staffed; μετοχή αορ. staffed; μετοχή ενεστ. staffing
  1. στελεχώνω
    The company needs to staff its new branch with experienced workers.
  2. επανδρώνω (εργάζομαι)
    Volunteers will staff the information desk during the event.