·

falls (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
fall (ρήμα, ουσιαστικό)

ουσιαστικό “falls”

falls, μόνο πληθυντικός
  1. καταρράκτες
    We visited the beautiful Victoria Falls during our trip to Africa.