·

puzzle (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “puzzle”

ενικός puzzle, πληθυντικός puzzles
  1. παζλ
    She spends hours solving complex puzzles.
  2. αίνιγμα
    The origin of the ancient symbols remains a puzzle to researchers.
  3. παζλ (εικόνα σε χαρτόνι)
    The child likes to play with the puzzle.
  4. η κατάσταση του να είσαι μπερδεμένος
    Her sudden departure left everyone in complete puzzle.

ρήμα “puzzle”

απαρέμφατο puzzle; αυτός puzzles; αόριστος puzzled; μετοχή αορ. puzzled; μετοχή ενεστ. puzzling
  1. μπερδεύω
    The complex question puzzled the contestants on the show.