ουσιαστικό “puzzle”
ενικός puzzle, πληθυντικός puzzles
- παζλ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She spends hours solving complex puzzles.
- αίνιγμα
The origin of the ancient symbols remains a puzzle to researchers.
- παζλ (εικόνα σε χαρτόνι)
The child likes to play with the puzzle.
- η κατάσταση του να είσαι μπερδεμένος
Her sudden departure left everyone in complete puzzle.
ρήμα “puzzle”
απαρέμφατο puzzle; αυτός puzzles; αόριστος puzzled; μετοχή αορ. puzzled; μετοχή ενεστ. puzzling
- μπερδεύω
The complex question puzzled the contestants on the show.