·

operational (EN)
επίθετο

επίθετο “operational”

βασική μορφή operational (more/most)
  1. λειτουργεί και είναι έτοιμο για χρήση
    After months of preparation, the new train line is now operational.
  2. λειτουργικός (επιχειρήσεις, σχετικός με τον έλεγχο ή τη διαχείριση κάποιου πράγματος)
    The manager is responsible for the operational efficiency of the department.
  3. επιχειρησιακός
    The commander reviewed the operational plans before the mission.