·

sky (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “sky”

ενικός sky, πληθυντικός skies ή μη μετρήσιμο
  1. ουρανός
    The children spent the afternoon lying on the grass, gazing up at the blue sky.
  2. ουρανός
    The night sky was clear, allowing us to see the constellation Orion perfectly.
  3. ουρανός (συχνά αναφέρεται στον παράδεισο ή την έδρα θεϊκών όντων)
    Ancient civilizations often depicted the sky as a dome where the deities resided.