·

puzzling (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
puzzle (ρήμα)

επίθετο “puzzling”

βασική μορφή puzzling (more/most)
  1. αινιγματικός
    The instructions were puzzling, so I couldn't complete the task.