·

personal loan (EN)
φράση

φράση “personal loan”

  1. προσωπικό δάνειο (δάνειο που χορηγείται σε ένα άτομο από μια τράπεζα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα για προσωπική χρήση, συχνά χωρίς εξασφαλίσεις και χωρίς να συνδέεται με συγκεκριμένο σκοπό)
    She took out a personal loan to finance her wedding expenses.
  2. προσωπικό δάνειο (ένα δάνειο που γίνεται ανεπίσημα μεταξύ ατόμων, όπως μεταξύ φίλων ή μελών της οικογένειας)
    He gave his friend a personal loan to help cover unexpected expenses.