·

owing (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
owe (ρήμα)

επίθετο “owing”

βασική μορφή owing, μη βαθμ.
  1. οφειλόμενος (που δεν έχει ακόμη πληρωθεί)
    She still has some bills owing from last month.