ουσιαστικό “recipe”
ενικός recipe, πληθυντικός recipes
- συνταγή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I followed the recipe for chocolate chip cookies that I found in my grandmother's cookbook.
- συνταγή (για επιτυχία, λύση κ.λπ.)
Waking up early, exercising, and eating healthy is a surefire recipe for a happier life.