επίθετο “numb”
numb, συγκρ. number, υπερθ. numbest
- μουδιασμένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After sitting on her leg for too long, Jane found it had gone completely numb.
- απαθής
After hearing the tragic news, she felt numb and couldn't even cry.
ρήμα “numb”
απαρέμφατο numb; αυτός numbs; αόριστος numbed; μετοχή αορ. numbed; μετοχή ενεστ. numbing
- μουδιάζω (για φυσική ή συναισθηματική αίσθηση)
The cold water quickly numbed my feet, making it hard to walk.
- μουδιάζω (χάνω την αίσθηση της αφής)
After sitting on the cold bench for an hour, her fingers started to numb, making it hard to type on her phone.
- αμβλύνω (για συναίσθημα)
She listened to loud music to numb her feelings of loneliness.
- θολώνω (για νοητικές ικανότητες)
The constant drone of the air conditioner eventually numbed me to the sounds of the bustling city outside my window.