·

literacy (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “literacy”

ενικός literacy, πληθυντικός literacies ή μη μετρήσιμο
  1. αλφαβητισμός
    The literacy rate among adults increased after the new schools were built.
  2. γνώση (σε συγκεκριμένο τομέα)
    Digital literacy is essential for navigating modern technology.