ουσιαστικό “literacy”
ενικός literacy, πληθυντικός literacies ή μη μετρήσιμο
- αλφαβητισμός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The literacy rate among adults increased after the new schools were built.
- γνώση (σε συγκεκριμένο τομέα)
Digital literacy is essential for navigating modern technology.