·

close in (EN)
φραστικό ρήμα

φραστικό ρήμα “close in”

  1. πλησιάζω
    As the storm clouds closed in, we hurried back to our campsite.
  2. κλείνω μέσα (για το κλείσιμο ή την περίκλειση σε χώρο)
    The farmer closed in the chickens for the night to keep them safe from predators.