·

full-time (EN)
επίθετο, επίρρημα

επίθετο “full-time”

βασική μορφή full-time, μη βαθμ.
  1. πλήρους απασχόλησης
    He works a full-time job from Monday to Friday.

επίρρημα “full-time”

full-time
  1. πλήρως (για το κανονικό ωράριο)
    She works full-time and studies in the evenings.