επίθετο “full-time”
βασική μορφή full-time, μη βαθμ.
- πλήρους απασχόλησης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He works a full-time job from Monday to Friday.
επίρρημα “full-time”
- πλήρως (για το κανονικό ωράριο)
She works full-time and studies in the evenings.