·

liquidity (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “liquidity”

ενικός liquidity, πληθυντικός liquidities ή μη μετρήσιμο
  1. ρευστότητα (η ικανότητα να υπάρχουν αρκετά μετρητά ή εύκολα μετατρέψιμα περιουσιακά στοιχεία για την πληρωμή χρεών)
    The company's liquidity improved after it secured a short-term loan to cover its expenses.
  2. ρευστότητα (η ποιότητα ενός περιουσιακού στοιχείου που επιτρέπει την ταχεία πώλησή του για μετρητά χωρίς απώλεια αξίας)
    Investors prefer assets with high liquidity so they can respond swiftly to market changes.
  3. ρευστότητα (η κατάσταση του να είναι υγρό)
    The engineer studied the liquidity of different oils to design a more efficient engine.