·

information (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “information”

ενικός information, μη μετρήσιμο
  1. πληροφορίες
    Can you provide me with information on the best schools in the area?
  2. ενημέρωση
    For your information, I'll be leaving tomorrow.
  3. τηλεφωνική εξυπηρέτηση (για παροχή αριθμών τηλεφώνου)
    I couldn't remember her phone number, so I called information to get it.
  4. δεδομένα (στον υπολογιστικό ή επικοινωνιακό τομέα, μετρούμενα σε bits)
    The program compresses information to save space on the hard drive.