ουσιαστικό “shareholder”
ενικός shareholder, πληθυντικός shareholders
- μέτοχος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Many shareholders attended the annual general meeting to vote on the proposed merger.