·

doubt (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “doubt”

απαρέμφατο doubt; αυτός doubts; αόριστος doubted; μετοχή αορ. doubted; μετοχή ενεστ. doubting
  1. αμφιβάλλω
    She doubted whether she had locked the door when she left the house.

ουσιαστικό “doubt”

ενικός doubt, πληθυντικός doubts ή μη μετρήσιμο
  1. αμφιβολία
    Despite the evidence, he harbored doubts about his friend's innocence.