ρήμα “doubt”
απαρέμφατο doubt; αυτός doubts; αόριστος doubted; μετοχή αορ. doubted; μετοχή ενεστ. doubting
- αμφιβάλλω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She doubted whether she had locked the door when she left the house.
ουσιαστικό “doubt”
ενικός doubt, πληθυντικός doubts ή μη μετρήσιμο
- αμφιβολία
Despite the evidence, he harbored doubts about his friend's innocence.