ρήμα “underwrite”
απαρέμφατο underwrite; αυτός underwrites; αόριστος underwrote; μετοχή αορ. underwritten; μετοχή ενεστ. underwriting
- ασφαλίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The government decided to underwrite the cost of the new bridge to ensure its completion.
- αναδοχώ (χρηματοοικονομικά, να εγγυώμαι την πώληση νέων τίτλων αγοράζοντάς τους για μεταπώληση)
The bank underwrote the company's initial public offering, buying all the shares before selling them to investors.
- αναλαμβάνω την ασφάλιση (ασφάλιση, αποδέχομαι την ευθύνη για πιθανές ζημίες σε ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο με αντάλλαγμα ένα ασφάλιστρο)
The insurer underwrote the homeowner's policy, covering damages from fire and theft.