επίθετο “internal”
βασική μορφή internal (more/most)
- εσωτερικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The internal walls of the house need painting.
- εσωτερικός (εντός χώρας)
The government focused on internal affairs to improve the economy.
- εσωτερικός (εντός οργανισμού)
The company is holding internal meetings to plan its strategy.
- εσωτερικός (νοητικός)
She struggled with internal doubts about her decision.
- εσωτερικός (στο σώμα)
The injury caused internal bleeding.
- εσωτερικός (για λήψη)
He was prescribed an internal medicine to treat his illness.
- εσωτερικός (ουσιώδης)
They questioned the internal logic of his argument.