ουσιαστικό “jockey”
ενικός jockey, πληθυντικός jockeys
- αναβάτης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The jockey guided the horse skillfully around the track.
- χειριστής
The radio jockey kept the listeners entertained with his lively commentary.
ρήμα “jockey”
απαρέμφατο jockey; αυτός jockeys; αόριστος jockeyed; μετοχή αορ. jockeyed; μετοχή ενεστ. jockeying
- ελίσσομαι
The students were jockeying for the best seats in the classroom.
- μετακινώ προσεκτικά (με μικρές κινήσεις)
She jockeyed the heavy sofa through the tight doorway without scratching the walls.