·

jockey (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “jockey”

ενικός jockey, πληθυντικός jockeys
  1. αναβάτης
    The jockey guided the horse skillfully around the track.
  2. χειριστής
    The radio jockey kept the listeners entertained with his lively commentary.

ρήμα “jockey”

απαρέμφατο jockey; αυτός jockeys; αόριστος jockeyed; μετοχή αορ. jockeyed; μετοχή ενεστ. jockeying
  1. ελίσσομαι
    The students were jockeying for the best seats in the classroom.
  2. μετακινώ προσεκτικά (με μικρές κινήσεις)
    She jockeyed the heavy sofa through the tight doorway without scratching the walls.