·

learning (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
learn (ρήμα)

ουσιαστικό “learning”

ενικός learning, πληθυντικός learnings ή μη μετρήσιμο
  1. μάθηση
    Through daily reading, her learning of new vocabulary was rapid and enjoyable.
  2. γνώση (ως αποτέλεσμα μάθησης)
    His deep learning in ancient languages impressed everyone at the conference.