ουσιαστικό “joy”
ενικός joy, πληθυντικός joys ή μη μετρήσιμο
- χαρά
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her face was alight with joy as she unwrapped the surprise gift from her best friend.
ρήμα “joy”
απαρέμφατο joy; αυτός joys; αόριστος joyed; μετοχή αορ. joyed; μετοχή ενεστ. joying
- χαίρομαι
She joyed at the news of her best friend's successful surgery.