·

joy (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “joy”

ενικός joy, πληθυντικός joys ή μη μετρήσιμο
  1. χαρά
    Her face was alight with joy as she unwrapped the surprise gift from her best friend.

ρήμα “joy”

απαρέμφατο joy; αυτός joys; αόριστος joyed; μετοχή αορ. joyed; μετοχή ενεστ. joying
  1. χαίρομαι
    She joyed at the news of her best friend's successful surgery.