·

impact (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “impact”

ενικός impact, πληθυντικός impacts ή μη μετρήσιμο
  1. ισχυρή επίδραση
    The new law had a major impact on small businesses, forcing many to change their operations.
  2. σύγκρουση
    The meteor's impact with Earth created a huge crater.

ρήμα “impact”

απαρέμφατο impact; αυτός impacts; αόριστος impacted; μετοχή αορ. impacted; μετοχή ενεστ. impacting
  1. επηρεάζω ισχυρά
    The new law will greatly impact how businesses operate.
  2. συγκρούομαι (με κάτι)
    When the asteroid impacted the Earth, it created a huge crater.