·

prosecutor (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “prosecutor”

ενικός prosecutor, πληθυντικός prosecutors
  1. εισαγγελέας
    The prosecutor presented evidence to prove the defendant's guilt.
  2. κατήγορος (δικηγόρος που εκπροσωπεί την κυβέρνηση)
    The prosecutor questioned the witness about what happened on the night of the crime.