·

touching (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
touch (ρήμα)

επίθετο “touching”

βασική μορφή touching (more/most)
  1. συγκινητικός
    The sight of the little boy sharing his lunch with a homeless man was deeply touching.